Το παλάτι του Διγενή στον Ευφράτη |
Ο Ευφράτης ποταμός έλεγαν οι παλαιοί, πως είναι ο πιό όμορφος από τους ποταμούς του κόσμου. ΄Εχει την πηγή του μέσα στον παράδεισο και για τούτο το νερό του είναι άσπρο σα γάλα και μοσκοβολάει τόσο, που ευωδιάζει τους τόπους που περνά.
Ο Διγενής Ακρίτας έκαμε εκείνο που ποθούσε. Ο μεγάλος ποταμός έγινε σύνορο της αυτοκρατορίας και αποφάσισε εκεί να χτίσει το παλάτι του.
Με Σαρακηνούς τεχνίτες, που ήταν τότε οι καλύτεροι στα ποτιστικά έργα, έφερε το νερό του ποταμού κι έκαμε έναν κήπο καλύτερο κι από τον κήπο της Εδέμ. Δεν άφησε κάρπιμο δέντρο που να μη βάλει μέσα, αφού φύτεψε και το ζαχαροκάλαμο και άλλα, που ως τότε δεν τα ήξεραν οι Βυζαντινοί. Κάτω από τα δέντρα έβαλε βραγιές βραγιές το βασιλικό, τη μαντζουράνα, το δεντρολίβανο, την τριανταφυλλιά και τα ζουμπούλια.
Στη μέση του κήπου έκαμε μιά μεγάλη δεξαμενή, σκεπασμένη με περιπλοκάδες. Μέσα στις περιπλοκάδες έκρυψε διάφορα γλυκόλαλα πουλιά, καμωμένα από χρυσάφι και ασήμι, καθένα με τη λαλιά του. ΄Ετρεξαν φυσικά και τα αληθινά πουλιά, να φτιάσουν εκεί τις φωλιές τους. Κελαηδούσαν τα ψεύτικα, απαντούσαν τ΄αληθινά, κι έτσι δεν έπαυε ο κελαηδισμός μέρα και νύχτα.
Εμπρός στη δεξαμενή ο Ακρίτας έχτισε το παλάτι του με τέσσερα πατώματα ψηλό. Την πόρτα του την έκαμε πολύ μεγάλη και οι τεχνίτες το δούλεψαν έτσι το μάρμαρο, που φαινόταν πως ήταν από πορφύρα. Η στέγη του ολόχρυση και οι πόρτες και τα παράθυρα λαμπερά σα φώτα. ΄Οταν ο ήλιος έπεφτε απάνω στο παλάτι, το έκανε να λάμπει σα μεγάλη πυρκαγιά.
΄Επειτα έχτισε κοντά έναν πύργο πολύ ψηλό και στην κορυφή του έκαμε το τρίκλινο. Στους τοίχους του τρίκλινου επιτήδειοι τεχνίτες ιστόρησαν με ψηφιδωτά όλους τους αντρειωμένους του κόσμου και τα κατορθώματά τους. Ιστόρησαν το Σαμψώνα, δεμένο στην κολόνα του ναού. Το Δαβίδ, που με τη σφεντόνα σκοτώνει το Γολιάθ. Αλλού τον Ηρακλή να πνίγει το λιοντάρι της Νεμέας. τον Αχιλλέα να μονομαχεί με τον ΄Εκτορα, και τον μέγαν Αλέξανδρο να πολεμά τις αμαζόνες...΄Ολα ήταν έτσι καλά ιστορημένα, που έλεγες πως βλέπεις την κίνηση του κορμιού και το πάθος της ψυχής. Στον ουρανό του τρίκλινου άπλωσαν μιά κληματαριά καμωμένη τόσο φυσικά, που έλεγες να σηκώσεις το χέρι για να κόψεις τα σταφύλια.Τα πατώματα τα έστρωσαν με μάρμαρα χρωματιστά και στη μέση έβαλαν ένα στρογγυλό μεγάλο πετράδι , που έλαμπε τη νύχτα και φώτιζε όλο το τρίκλινο. Εκεί ο Διγενής πήγαινε με τη γυναίκα του και κοίταζε από μακριά τον Ευφράτη και τον Τίγρη, που κατέβαιναν συντροφιά ως τη Βαγδάτη.
Σε άλλο μέρος του κήπου έχτισε ο Διγενής ένα παλατάκι με ρυθμό αραβικό, που ήταν αληθινό καλλιτέχνημα. Λυγερές μαρμαρένιες κολόνες με πλεχτά κεφαλοκόλονα και νταντελωτές καμάρες βαστούσαν γύρω το πάτωμα. Από πάνω άλλες κολόνες πιό λιγνές , με ψιλοδουλεμένα κεφαλοκόλονα και νταντελωτές καμάρες, βαστούσαν τη σκεπή , που καθώς έβγαινε κυματιστή με τα κρυσταλλένια χρυσογάλαζα κεραμίδια της, έμοιαζε ανοιγμένη βεντάγια.
Οι κάτω πόρτες άστραφταν απο τα χάλκινα στολίσματα κι οι απάνω έλαμπαν ντυμένες στο μάργαρο Οι τοίχοι στρωμένοι με ψηφιδωτά παράσταιναν δέντρα, βρύσες και καρπούς, άλλους στην ώρα τους και άλλους άγουρους ακόμη. πουλιά καθισμένα στα κλαδιά και πολύχρωμες πεταλούδες καθισμένες στ΄άνθη. ΄Ολα ήταν τόσο φυσικά, που νόμιζες πως οι τοίχοι ήταν καθρέφτες και καθρέφτιζαν το γύρω περιβόλι, που έκρυβε σαν περιβόλι παραμυθιού τ΄όμορφο παλατάκι. Εκεί ήταν το παλάτι της Ευδοκίας.
Ανάμεσα από τα δέντρα ήταν άλλα χτήρια. ΄Ηταν κιόσκια , βρύσες, συντριβάνια, λουτρά- το ένα κομψότερο και ομορφότερο από τ΄άλλο. Μα εκείνο που έλαμπε απ΄όλα πιό καλύτερα μέσα στον κήπο, ήταν η εκκλησία των αγίων Θεοδώρων. Δεν ήταν ούτε βασιλική, όπως η μητρόπολη της Καισάρειας, ούτε σαν την αγία Σοφία της επισκοπής. ΄Εξω από το μεσαίο τρούλο της, που ψήλωνε λυγερός και φεγγοβόλος σα μίτρα δεσποτική, οι άγιοι Θεόδωροι του Διγενή είχαν κι άλλους τέσσερες τρούλους, σαν κι εκείνον ελαφρούς και φεγγοβόλους στις τέσσερες άκρες της. Και τα τόξα των τρούλων και τα μισοκόλονα και τα γείσα, και οι τοίχοι ακόμη ως τη γη , ήταν στολισμένα κοντά κοντά με τούβλα ρόδινα και με πλακάκια χρωματιστά, που φάνταζαν σαν ένα μεγάλο πολυκέντητο κιλίμι, ριγμένο καμαρωτά απάνω στο ψήλωμα.
Εκεί λοιπόν ο Διγενής Ακρίτας ζούσε με τη γυναίκα του ήσυχα και ούτε Σαρακηνοί ούτε απελάτες φαίνονταν πιά. Οι οδοιπόροι, οι έμποροι-Βυζαντινοί, Σαρακηνοί, Πέρσες , Τούρκοι- δεν περνούσαν τον Ευφράτη άν δεν είχαν τη σφραγίδα του Ακρίτα. Ο κόσμος ζούσε ευτυχισμενος, γιατί είχε προστάτη και φύλακα εκείνον.Και όχι μόνο οι χωρικοί τον ευγνωμονούσαν, μα και οι Βυζαντινοί άρχοντες του έστελναν δώρα θαυμαστά. Ούτε ο Νικηφόρος δεν τον ξέχασε, και από την Πόλη του έστελνε χαρίσματα.
Μέσα στην ευτυχία του ο Διγενής έμαθε πως ο πατέρας του είναι άρρωστος. ΄Ετρεξε αμέσως στην Καισάρεια , μα τον ήβρε νεκρό . Πήρε τη Δέσποινα Ειρήνη, πήρε και το λείψανο του πατέρα του και γύρισε στον Ευφράτη. Εκεί τον έθαψε με τιμές και δόξες και μοίρασε χρήματα στους φτωχούς και στα μοναστήρια για την ψυχή του. Τη μητέρα του δεν την άφησε να γυρίσει πίσω στην Καισάρεια. την κράτησε μαζί του.
Κάθε μέρα το κουδούνι σήμαινε την ώρα του φαγητού και την ώρα του δείπνου. Τότε ο Ακρίτας με την Ευδοκία που άστραφτε πάντα από ομορφιά και χάρη, κατέβαιναν στην τραπεζαρία . Σε λίγο έμπαινε και η δέσποινα Ειρήνη, εκείνοι προσηκώνονταν και η γριά καθόταν στο θρόνο της. Καθόταν και το νέο αντρόγυνο και άρχιζαν να τρώνε. ΄Αλλος κανείς δε ήταν μέσα παρά ένα μικρό παιδόπουλο, ο κεραστής.
΄Αμα απότρωγαν , ο Διγενής έπαιρνε την κιθάρα του και τραγουδούσε μαζί με τη γυναίκα του. ΄Επειτα άρχιζε τραγούδια του χορού και η κόρη χόρευε απάνω στα μαλακά χαλιά. Θαύμαζε κανείς, πόσο ελαφρά και χαριτωμένα κινούσε τα πόδια της και τα χέρια της. ΄Ετσι ευφραίνονταν αληθινά η μητέρα με τα παιδιά της. Καμιά λύπη δεν είχε ο Διγενής, μόνο που δεν απόχτησε παιδί ν΄αφήσει στην πατρίδα.
Στο μεταξύ πέθανε και η μητέρα και την έθαψε κι εκείνη δίπλα στον πατέρα του. Τότε δα ήταν που λυπήθηκε για καλά. Για να ξεχάσει γύρευε αφορμή να τρέξει σε κινδύνους, μα κινδύνους δεν έβρισκε πιά. Οι απελάτες προσκύνησαν και οι Σαρακηνοί δεν είχαν δύναμη. Ο Νικηφόρος Φωκάς με μιά εκστρατεία τους πήρε όλη την Κιλικία, χάλασε το Χαλέπι και κατέβηκε ως την Παλαιστίνη. Δεν του έμεινε λοιπόν άλλο τώρα παρά το κυνήγι και τ΄άλογα.
Μιά μέρα ο Διγενής θέλησε μονάχος του να κυνηγήσει στο δάσος της Αραπιάς
εκεί που πέντε δεν περνούν και δέκα δε διαβαίνουν,
περνούν πενήντα κι εκατό, και κείνοι αρματωμένοι.
Εκεί ο Διεγενής πήγε και άρχισε με καλή διάθεση το κυνήγι.
Τριακόσια αρκούδια σκότωσε κι εξηνταδυό λιοντάρια, και εκεί που πήγαινε ζητώντας κι άλλα θηρία, βλέπει μπροστά του ένα μεγάλο λάφι! Το είδε στο ξέφωτο να μασά το πράσινο χορτάρι. κι ήταν χαρά στα μάτια. Ετοίμασε το τόξο του, έβαλε σαίτα κι έρριξε.
"Φτάνει!" ακούστηκε την ίδια στιγμή μιά φωνή δυνατή.
Ο Ακρίτας πάγωσε. κατάλαβε πως δεν ήταν ανθρώπινη φωνή.
- Κύριε ημών Ιησού Χριστέ ! ψιθύρισε, κάνοντας το σταυρό του.
Κοιτάζει πάλι στο ξέφωτο, και βλέπει το λάφι ξαπλωμένο με τη σαίτα στο πλευρό. Το κόκκινο αίμα του καθώς χυνόταν ζεστό, απάνω στο χορτάρι ανάδινε τριαντάφυλλα και ρόδα. Κοιτάζει καλύτερα ο Διγενής και θυμάται το λάφι που είδε την πρώτη φορά, όταν βγήκε στο κυνήγι μαζί με τον πατέρα του και τον Κωσταντή. ΄Ετσι και τούτο είχε μεγάλα και πολλά κλαδιά όπως και τα χρόνια του.
είχε σταυρό στο κέρατο κι αστέρι στο κεφάλι,
κι ανάμεσα στά δίπλατα είχε την Παναγία.
Να μην είναι το στοιχειωμένο λάφι; Μα άν είναι, συλλογίζεται, ήρθε το τέλος του. Ο θείος του το είπε τότε. ΄Οποιος σκοτώσει το στοιχειωμένο λάφι , θα πεθάνει σε τρεις μέρες- Θα πεθάνει λοιπόν ο Διγενής;
Με κομμένα γόνατα πήγε κοντά κι είδε το αγρίμι να τον κοιτάζει με παράπονο. Ανατρίχιασε. ένιωσε πως το παράπονό του δεν ήταν για τη ζωή που έχανε εκείνο, παρά για τη ζωή τη δική του. Κι εκεί που συλλογιζόταν αυτά, ακούει από το κεφάλι του απάνω μιά φωνή:
"Σκότωσες το στοιχειωμένο λάφι. σκοτώθηκες μονάχος σου, Διγενή!"
Σηκώνει τα μάτια ψηλά και βλέπει στο κλαδί ένα πουλάκι όμορφο σαν ψεύτικο.
"Τί λες, πουλάκι μου;" το ρωτά.
-"Λέω και ξαναλέω, θα πεθάνεις σε τρεις μέρες!" ακούστηκε πάλι η φωνή.
Μα το πουλί δεν άνοιξε το στόμα του. Ποιός μίλησε;Θύμωσε ο Διγενής, βάζει τη σαίτα στο δοξάρι του και τη στέλνει ψηλά.
Το πουλάκι έπεσε απάνω του και του μάτωσε τα ρούχα. ΄Ανοιξε τα ματάκια του και τον κοίταξε παραπονεμένα. ΄Επειτα τα έκλεισε για πάντα. Ο Διγενής κέρωσε.
Με σκυμένο κεφάλι και αργά βήματα θέλησε να βγει από το δάσος. Και τότε είδε πράμα παράξενο.΄Ολα τα θηρία που σκότωσε από την αυγή- τ΄αρκούδια και τα λιοντάρια και τ΄αγριογούρουνα και το στοιχειωμένο λάφι- είχαν σηκωθέί ορθά, με την πληγή του το καθένα ανοιχτή. Είχαν σηκωθεί και πήγαιναν από πίσω του θλιμένα, σαν ν΄ακολουθούσαν κηδεία.
"Μα ποιός ο πεθαμένος;"αναρωτήθηκε μοναχός του ο Ακρίτας. και ήθελε να βγει από το δάσος γρήγορα. Μα όταν γύρισε να ιδεί πάλι, τα σκοτωμένα θηρία πήγαιναν πίσω του. Κι ήταν έτσι θλιμένα, σα ν΄ακολουθούσαν κηδεία. Θύμωσε ο Διγενής και στάθηκε.
Στάθηκαν και τα θηρία, με τη σαίτα στην πληγή και την πληγή αιματοστάλαχτη.
"Τί θέλετε;" τα ρώτησε με βροντερή φονή.
Καμιά απάντηση. Τότε φανερώθηκε μπροστά του ένας ξεκάλτσωτος και αναμαλλιάρης.
είχε του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια.
Τον κοίταξε καλά το Διγενή κι έπειτα κίνησε μπροστά. κι ο Ακρίτας τον ακολούθησε χωρίς να ξέρει γιατί. Και σαν τον ακολούθησε, ένιωθε να τρέμουν τα γόνατά του, η αναπνοή του να γίνεται βαριά. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε κι ήθελε να σταθεί. Μα δεν μπορούσε. Κάτι τον έσπρωχνε , κάτι τον έσερνε πίσω από τον ξεκάλτσωτο. Τ΄άρματά του έγιναν βαριά, πολύ βαριά. του έκοβαν το δρόμο. ΄Αρχισε να τα ρίχνει ένα με τ΄άλλο καταγής. έρριξε το βαρύ κοντάρι του και το δαμασκί σπαθί του. ΄Ερριξε το τόξο και τις σαίτες του. Πάει και το σπαθοράβδι του, πάνε όλα! Δεν κράτησε παρά του Χοσρόη το σπαθί. Μα πώς να το ρίξει κι εκείνο που ήταν προίκα της γυναίκας του, κληρονομιά του Δούκα του περίφημου! Τί να κάμει όμως; Είναι βαρύ και θα το ρίξει ! Εκείνος ο ξεκάλτσωτος και λαμπροφορεμένος δεν στέκεται καθόλου. Κι ο Ακρίτας δεν μπορεί να σταθεί να ξανασάνει.
"Σύρε, αντρειά μου, στο καλό, στους άλλους αντρειωμένους !" είπε θλιβερά, αφήνοντας κάτω το σπαθί του Χοσρόη.
΄Ετσι με αγκομαχητό έφτασε ο Διγενής στο παλάτι του. Η Ευδοκία, όταν τον είδε από το παραθύρι, φώναξε καθώς συνήθιζε πάντα
Ανοίξτε πόρτες μου χρυσές, να λάμψει το παλάτι,
βάλτε με τάξη τα θρονιά για να χαρεί ο αφέντης...
Κι έτρεξε να τον δεχτεί με το κέντημα στο χέρι.
Στη φωνή της κυράς έτρεξαν οι βάγιες με τα χρυσά ραντιστήρια. στάθηκαν στα πλάγια της σκάλας και καθώς περνούσαν τους ράντιζαν με ροδόσταμο κι έλεγαν τη συνηθισμένη τους ευχή
"Χαρείς, αφέντρα μας καλή, μαζί με τον αφέντη!"
Στη μέση της σκάλας ο Διγενής στάθηκε αναπνεόντας βαριά και κουρασμένα. Σήκωσε τα μάτια του και είδε τον ξεκάλτσωτο απάνω στο κεφαλόσκαλο. έτοιμος ήταν να μπει σα νοικοκύρης στο σπίτι του. "Στάσου!" του φώναξε.
΄Ηταν τόσο άγρια η πρασταγή του, που κι ο ξένος γύρισε πίσω του τρομαγμένος.
"Τώρα κατάλαβα..." του είπε ο Διγενής με πικρό χαμόγελο.
-"Είμαι ο Χάρος".
-"΄Οποιος κι άν είσαι, στο σπίτι μου δεν μπαίνεις, άν δε με ρίξεις νεκρό".
-"΄Οποτε θέλω το κάνω".
-"Γελάστηκες!" είπε με θυμό ο Ακρίτας.
Και ψήλωσε πάλι το λεβέντικο κορμί του , σείστηκε και λυγίστηκε περήφανα κι έδειξε πως αποφάσισε ν΄αντισταθεί στη μοίρα του.
'΄Ακουσε είπε αυστηρά στον ξένο."Εγώ χωρίς ανάγκη και αρρώστια δεν παραδίνω ψυχή. ΄Αν είσαι αληθινά ο Χάρος, έλα να παλέψομε κι όποιος νικήσει. ΄Αν με νικήσεις, πάρε μου την ψυχή. άν σε νικήσω , να μου χαρίζεις τη ζωή".
O Xάρος γέλασε παράξενα. "Ας γίνει κι έτσι " είπε. Και κατέβηκε βαρυπατώντας τη σκάλα με συννεφιασμένο πρόσωπο, άγριο το βλέμμα, φοβερός και τρομερός κοσμοχαλαστής.
"Αφέντη μου!" ακούστηκε απελπισμένη φωνή απάνω στο κεφαλόσκαλο.
Ο Διγενής γύρισε στη φωνή και είδε την Ευδοκία να πέφτει χάμω, σα λυγερή ιτιά κομμένη από τη ρίζα της. ΄Εκαμε να τρέξει στη γυναίκα του, μα είδε το Χάρο να τον κοιτάζει περιπαιχτικά.
¨Πάμε!" φώναξε, αρπάζοντάς τον από τον ώμο.
Τον τράβηξε ίσα στο μαρμαρένια αλώνι, τον έστησε στη μέση, στάθηκε αντίκρυ του και τον κοίταξε άγρια. "Εμπρός!" φώναξε. Αρπάχτηκαν στα χέρια κι έμοιαζε το άρπαγμά τους σα να χτυπήθηκαν βουνά. Γύρω από το αλώνι συνάχτηκαν όλοι οι ακόλουθοι του Διγενή, οι παιδόπουλοι και οι τουρκόπουλοι, που μάθαιναν κοντά του την τέχνη του πολέμου. ΄Εβλεπαν και θαύμαζαν , και τρόμαζαν το άγριο πάλεμα.
Στην αρχή ο Χάρος, ξέροντας τη θεόσταλτη δύναμή του, πήρε αψήφιστα τον αγώνα. Γρήγορα όμως κατάλαβε πως ο Διγενής δεν ήταν από τους συνηθισμένους ανθρώπους. Εκεί που χτυπούσε ο Χάρος πηδούσαν αίματα, μα κι εκεί που έσφιγγε ο Ακρίτας έτριζαν κι έλιωναν τα κόκκαλα. Εκεί που πατούσε ο πρώτος ράγιζε το μάρμαρο. μα κι εκεί, που πατούσε ο δεύτερος βούλιαζε σαν πηλός. Ανάσαινε ο Χάρος κι έτρεμαν χιλιόχρονα κορμόδεντρα. ανάσαινε ο Ακρίτας και ξεριζώνονταν κοτρόνια θεόρατα. Οι ακόλουθοι έτρεμαν και πολλές φορές σφαλνούσαν τα μάτια τους, να μη βλέπουν. Οι ράχες του Αντίταυρου, όλο και ψήλωναν περίεργες, η μιά πίσω από την άλλη, για να ιδούν το πρωτάκουστο χαροπάλεμα. Και το στοιχειό του Ευφράτη, με τα μακριά κάτασπρα γένια και τα μεγάλα φρύδια του, κάθισε παρόμοιο με λαμπρό δράκοντα απάνω στα νερά και κοίταζε τρομαγμένο το παράξενο θαύμα.
΄Ετσι πάλεψαν τρία μερόνυχτα και κανείς δεν ήθελε να ομολογήσει πως νικήθηκε. Ο Χάρος όσο έβλεπε την αντίσταση του Διγενή τόσο θύμωνε. μα με τους θυμούς δεν κατάφερνε τίποτα. Ο Διγενής φαινόταν ακούραστος, όπως την πρώτη μέρα.
"Αλαφρόπιασέ με, Διγενή, για να σ΄αλαφροπιάσω" του πρότεινε.
Ο Ακρίτας πίστεψε και αλάφρωσε τα χέρια του αμέσως. Γρήγορα όμως κατάλαβε, πως αντί να το κάμει κι ο Χάρος, τον έσφιγγε περισσότερο. Θύμωσε τότε, και το πρόσωπό του άλλαξε χίλια χρώματα σαν το φίδι. Δίνει μιά σπρωξιά και τον ρίχνει ανάσκελα το Χάρο κάτω. Το αλώνι σείστηκε στο πέσιμό του, σα να καθόταν στο νερό.
"Σύρε στο καλό, Χάρε μου", είπε με χαμόγελο ο Διγενής.
"Το κέρδισα το στοίχημα".
-"Δε μ΄έστειλε ο αφέντης μου στοιχήματα να βάνω", είπε ο Χάρος κουνώντας άγρια το κεφάλι του "παρά να παίρνω ψυχές".
Με μιάς πετάχτηκε από τη θέση του ένας χρυσός αετός, βρόντηξε τα μεγάλα του φτερά, ζυγιάστηκε απάνω από τον Ακρίτα και τον χτύπησε στο κεφάλι με τα νύχια του. ΄Ενα "οχ!" ακούστηκε, βαθύ και βαρύ, σα να στέναξε η πλάση.
Οι ακόλουθοι σήκωσαν το Διγενή, τον ανέβασαν στο παλάτι και τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του. Η Ευδοκία είχε συνέλθει και περίμενε με λαχτάρα τον άντρα της. ΄Οταν είδε να τον ανεβάζουν έτρεξε κοντά του μαζί με τις δούλες και με τα πολλά μυρουδικά ο Διγενής άνοιξε τα μάτια του. Τότε τον έπιασε τέτοιο ρίγος που έκανε το κρεβάτι να τρίζει και σειέται ολόκληρο το σπίτι.
"Μα τί έχεις;" τον ερώτησε ανήσυχη η γυναίκα του.
-"Θα χωρίσομε!...", της είπε με θλιμένη φωνή.
Η Ευδοκία δεν κατάλαβε και τον ερώτησε γιατί. Και εκείνος της διηγήθηκε το θλιβερό κυνήγι του.
"Δεν ήξερα και σκότωσα το στοιχειωμένο λάφι.
Κείνο το κρίμα μ΄έσωσε και θέλω να πεθάνω".
πρόσθεσε κοιτάζοντάς την τρυφερά.
Η λυγερή άρχισε τα δάκρυα και τις φωνές : " Μην το λες, αγαπημένε μου, και μου θλίβεις την καρδιά! Δε θέλω να φύγεις από τον κόσμο. Μα άν είναι θέλημα Θεού να φύγεις, να φύγω κι εγώ μαζί. Χωρίς εσένα δεν τη θέλω τη ζωή".
-" Ο Θεός είναι πολυεύσπλαχνος ", της είπε ο Ακρίτας. "Παρακάλεσέ τον να με αφήσει να ζήσω. Μπορεί να σε ακούσει!.."
Πρόθυμα έτρεξε η Ευδοκία στο εικονοστάσι, γονάτισε και άρχισε με δάκρυα και λυγμούς:"Θεέ μου, παρακάλεσε, ή αφήσέ μου τον άντρα μου ή πάρε με και μένα μαζί του...."
Γύρισε να κοιτάξει στο κρεβάτι και βλέπει το Διγενή που ψυχομαχούσε. ΄Εβαλε μιά φωνή, αγκάλιασε τον άντρα της και οι βάγιες που έτρεξαν στη φωνή της, τους βρήκαν και τους δυό νεκρούς. Ο Θεός έκαμε το θέλημά της.
΄Οταν ακούστηκε ο θάνατος του Διγενή, κανείς δεν ήθελε να το πιστέψει. ΄Ολοι έλεγαν πως ένα τέτοιο έργο του Θεού αδύνατο να το χαλάσει ο Χάρος. Εκείνοι που είχαν χαρά τους τ΄άρματα κι έπαινο την παλληκαριά, κίνησαν να πάνε για να βεβαιωθούν με τα μάτια τους. Κίνησαν κι ήρθαν από ανατολή και δύση, απ΄όλες τις φυλές κι απ΄όλες τις θρησκείες οι αντρειωμένοι. ΄Ηρθαν στον Ευφράτη ποταμό, είδαν το μεγάλο μνήμα του Ακρίτα και θαύμασαν. ΄Ολοι μαζί στάθηκαν γύρω στον τάφο κι άρχισαν το παίνεμα και το μοιρολόγι:
Σελίδα από το «Έπος του Διγενή Ακρίτα», χειρόγραφο Αθηνών-Άνδρου. |
Ψυχομαχάει ο Διγενής κι ή γή τονέ τρομάζει.
βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέται ο πάνω κόσμος
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κι΄η πλάκα τον ανατριχιά, πώς θα τονε σκεπάσει,
πώς θα σκεπάσει τον αιτό, της γής τον αντρειωμένο!
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει.
τα όρη εδρασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα,
χαράκια αμαδολόγαε και ριζιμιά ξεκούνιε.
Στο βιτσιμά ΄πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
στο γλάκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ΄αγρίμια.
Ζηλεύει ο χάρος, με χωσιά μακριά τονε βιγλίζει
κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του πήρε.
" Οχ, οχ!..", αναστέναξαν όλοι μεμιάς, και σείστηκε η γή. ΄Επειτα , ένας με τον άλλον οι αντρειωμένοι ,έσυραν απάνω από το χώμα τ΄άρματά τους για να πάρουν δύναμη και χωρίστηκαν. Γύρισε καθένας στον τόπο του, να συνεχίσει τα κατορθώματα του Διγενή και να δοξάσει τη φυλή του.
Καβάλα πάει ο Χάροντας
το Διγενή στον άδη
κι άλλους μαζί...Κλαίει , δέρνεται
τ΄ανθρώπινο κοπάδι.
Και τους κρατεί στου αλόγου του
δεμένους τα καπούλια,
της λεβεντιάς τον άνεμο,
της ομορφιάς την πούλια.
Και σα να μη τον πάτησε
του Χάρου το ποδάρι,
ο Ακρίτας μόνο ατάραχα
κοιτάει τον καβαλάρη!
"Ο Ακρίτας είμαι, Χάροντα,
δεν περνώ με τα χρόνια
μ΄άγγιξες και δε μ΄ένιωσες
στα μαρμαρένια αλώνια!
Είμ' εγώ η ακατάλυτη
ψυχή των Σαλαμίνων.
στην Εφτάλοφην έφερα
το σπαθί των Ελλήνων.
Δε χάνομαι στα τάρταρα
μονάχα ξαποσταίνω
και στη ζωή ξαναφαίνομαι
και λαούς ανασταίνω!"
Οι πολύ όμορφες απεικονίσεις του Διγενή είναι του Δημήτρη Σκουρτέλη , από |
http://dimitris-a-skourtelis.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου