Δευτέρα 14 Ιουλίου 2014

ΠΟΙΟΝ ΑΠ΄ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΤΑΪΖΕΙΣ- (ΑΠ΄ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΤΩΝ ΙΝΔΙΑΝΩΝ)




Mιά φορά κι έναν καιρό , ζούσε ένας γέρος Ινδιάνος. Ο εγγονός του συχνά ερχόταν τα βράδια και καθόταν στα γόνατά του ζητώντας απαντήσεις σε πολλά ερωτήματα σαν αυτά που έχουν τα παιδιά.
Μιά μέρα ήρθε ο μικρός στον παππού του πολύ συνοφρυωμένος."΄Ελα " του είπε ο γέρος Ινδιάνος." κάθησε να μου πείς τί σου συνέβη σήμερα". Το παιδί κάθησε γέρνοντας το πηγούνι του στα γόνατα του παππού.Κοιτάζοντας το ρυτιδιασμένο, ηλιοκαμμένο πρόσωπο με τα σκούρα καλοσυνάτα μάτια, ο θυμός του παιδιού, έδωσε τη θέση του στα ήρεμα δάκρυα.

Είπε λοιπόν το παιδί " Σήμερα κατέβηκα με τον πατέρα μου στην πόλη για το εμπόριο των γουναρικών. ΄Ημουν πολύ χαρούμενος γιατί ο πατέρας μου είχε πει πως αφού τον είχα βοηθήσει στο κυνήγι, μπορούσα κι΄εγώ ν΄αγοράσω  κάτι και  για μένα με τα χρήματα που θα κερδίζαμε.΄Ημουν ενθουσιασμένος που θα συμμετείχα σε μιά εμπορική συναλλαγή. Δεν είχα ξαναπάει εκεί και ψάχνοντας γύρω- γύρω τελικά κατέληξα σε ένα μικρό μαχαίρι που ο πατέρας μου αγόρασε."
Στο σημείο αυτό το αγόρι σώπασε και ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατα του παππού. Ο παππούς έβαλε τα χέρια του στα μαλλιά του παιδιού και το ρώτησε " Και μετά τί έγινε;" Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του το παιδί είπε " Πήγα έξω να περιμένω τον πατέρα μου και να θαυμάσω το καινούργιο μαχαίρι μου στο φως του ήλιου. Μερικά αγόρια από την πόλη ήρθαν και με κύκλωσαν , λέγοντάς μου άσχημα λόγια. Με αποκάλεσαν βρώμικο και ηλίθιο και πως δεν θα έπρεπε να έχω ένα τόσο ωραίο μαχαίρι.Το μεγαλύτερο από αυτά με έσπρωξε και έπεσα πάνω σ΄ένα άλλο αγόρι , Μου έπεσε το μαχαίρι μου και ένας απ΄αυτούς το άρπαξε και έτρεξε μακριά ,γελώντας."

Στο σημείο αυτό το αγόρι άρχισε πάλι να θυμώνει και φώναξε δυνατά "Τους μισώ, τους μισώ όλους!"
Ο παππούς που είχαν δεί πολλά τα μάτια του σήκωσε το πρόσωπο του παιδιού και βύθισε τα μάτια του στα δικά του." Επίτρεψέ μου να σου πω μια ιστορία " είπε. "Κι εγώ παλιά έτρεφα μίσος γι΄αυτούς που παίρνουν τόσα πολλά, χωρίς θλίψη γι΄αυτά που κάνουν. Αλλά το μίσος ρίχνει κάτω εσένα και όχι τον εχθρό σου. Είναι σαν να παίρνεις εσύ το δηλητήριο, ευχόμενος να πεθάνει ο εχθρός σου.΄Εχω παλέψει με αυτά τα συναισθήματα πολλές φορές. Είναι σαν να υπάρχουν δυό λύκοι μέσα μου ένας λευκός και ένας μαύρος. ο Λευκός είναι αγαθός και δεν κάνει ποτέ κακό.Ζει σε αρμονία με όλους γύρω του και δεν αδικεί κανέναν, όπου δεν υπάρχει άδικο. Αυτός θ΄αγωνιστεί μόνο όταν πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει. Αλλά ο Μαύρος είναι γεμάτος θυμό. Το παραμικρό τον αγριεύει. Παλεύει με όλους, όλη την ώρα, χωρίς να υπάρχει λόγος. Δεν μπορεί  να σκεφθεί γιατί ο θυμός και το μίσος του είναι τόσο μεγάλα.Είναι μιά ανήμπορη λύσσα που δεν αλλάζει ποτέ τίποτα. Είναι πολύ δύσκολο να ζω μ΄αυτούς τους δυό λύκους μέσα μου  που προσπαθούν να υποτάξουν  το πνεύμα μου."

Το αγόρι κοίταξε τον γέρο επίμονα στα μάτια " Ποιός απ΄τους δύο κερδίζει, παππού;"
O παππούς χαμογέλασε και είπε "Αυτός που ταίζω".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου