΄Ενας Μύθος των Ινουίτ.
Ινουίτ είναι το όνομα των Εσκιμώων της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά.Στη γλώσσα τους,Ινουίτ(Inuit) σημαίνει «άνθρωποι»(πληθ. του inuk «άνθρωπος»). Είναι απόγονοι της νομαδικής φυλής των Τούλε (Thule) που εμφανίστηκαν στην Αλάσκα το 1000 μ.Χ. και μετακινήθηκαν στη δυτική Γροιλανδία μετά από τρεις αιώνες (1300μΧ) και λίγο αργότερα, το 1400 μ.Χ. στην ανατολική.
Πολλά -πολλά χρόνια πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νέος, οι Ινουίτ ζούσαν στο σκοτάδι στο σπίτι τους στις εσχατιές του Βορρά. Δεν είχαν ακούσει ποτέ για το φως της ημέρας, και όταν για πρώτη φορά τους το εξήγησε το Κοράκι, που ταξίδευε πέρα δώθε μεταξύ βορρά και νότου, δεν το πίστεψαν..
Ωστόσο, πολλοί από τους νεότερους ήταν γοητευμένοι από την ιστορία του φωτός που χρύσωνε τα εδάφη στα νότια. Ζήτησαν απ΄το Κοράκι να τους επαναλάβει τις ιστορίες του μέχρι να τις μάθουν απ 'έξω κι΄ανακατωτά.
«Φανταστείτε πόσο μακριά και πόσο καιρό θα μπορούσαμε να κυνηγάμε», είπαν ο ένας στον άλλο.
«Ναι, και να βλέπουμε την πολική αρκούδα πριν επιτεθεί", συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.
Σύντομα η λαχτάρα για το φως της ημέρας ήταν τόσο ισχυρή που οι άνθρωποι παρακάλεσαν το Κοράκι να το φέρει σε αυτούς. Το Κοράκι κούνησε το κεφάλι του. "Είμαι πολύ γέρος," τους είπε. «Το φως της ημέρας είναι πολύ μακριά. Δεν μπορώ πια να πάω τόσο μακριά." Αλλά τα επίμονα παρακάλια των ανθρώπων το έπεισαν με τα πολλά και τελικά συμφώνησε να κάνει το μακρύ ταξίδι προς το νότο.
Πέταξε για πολλά χιλιόμετρα μέσα στο απέραντο σκοτάδι του Βορρά., αλλά κουράστηκε και αποφάσισε να γυρίσει πίσω ,όταν -επιτέλους- είδε ένα στεφάνι φως στην άκρη του ορίζοντα και κατάλαβε ότι το φως της ημέρας ήταν κοντά.
Με ανοιχτά τα φτερά πέταξε με όλη του τη δύναμη προς το φως και ξαφνικά, ο κόσμος της ημέρας έσκασε πάνω του με όλη τη δόξα και τη λάμψη του. Οι ατελείωτες αποχρώσεις των χρωμάτων και τα πολλά σχήματα και οι μορφές που τον περιέβαλλαν έκαναν το Κοράκι ν΄απομείνει εκστατικό , κοιτάζοντας και κοιτάζοντας . Προσγειώθηκε σ΄ένα δέντρο και ξεκουράστηκε, εξαντλημένο από το μακρύ ταξίδι του. Πάνω από αυτό, ο ουρανός ήταν ένα απέραντο γαλάζιο, τα σύννεφα αφράτα και λευκά. Το Κοράκι δεν μπορούσε να χορτάσει αυτή την υπέροχη σκηνή.
Τελικά χαμήλωσε το βλέμμα του και συνειδητοποίησε ότι ήταν κοντά σε ένα χωριό που βρισκόταν δίπλα σε ένα μεγάλο ποτάμι. Παρατηρώντας γύρω , είδε μια όμορφη κοπέλα να έρχεται προς το ποτάμι κοντά στο δέντρο στο οποίο είχε κουρνιάσει. Βούτηξε ένα μεγάλο κάδο στα παγωμένα νερά του ποταμού . τον γέμισε και στη συνέχεια πήρε το δρόμο της επιστροφής . Το Κοράκι μεταμορφώθηκε σε μικροσκοπικό κόκκο σκόνης και κύλισε προς τα κάτω στο κορίτσι που περνούσε κάτω από το δέντρο του. Χώθηκε στη γούνα του πανωφοριού της και παρακολουθούσε προσεκτικά, καθώς επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα της, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των κατοίκων του χωριού.
Ήταν ζεστό και άνετο εσωτερικά το σπίτι . Το Κοράκι κοίταξε γύρω του και εντόπισε ένα κουτί που έλαμπε γύρω από τις άκρες του. Φως της ημέρας, σκέφτηκε. Στο πάτωμα, ένα μικρό αγόρι έπαιζε ευχαριστημένο. Ο κόκκος σκόνης που ήταν το Κοράκι σύρθηκε απ΄ το κορίτσι και κύλησε στο αυτί του μικρού αγοριού. Αμέσως το παιδί ανασηκώθηκε κι' έτριψε το αυτί του ενοχλημένο απ΄τον παράξενο κόκκο. Άρχισε να κλαίει, και ο αρχηγός, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος παππούς, ήρθε τρέχοντας να δει τί συμβαίνει.
"Γιατί κλαις;" τον ρώτησε, γονατίζοντας δίπλα στο παιδί.
Μέσα στο αυτί του μικρού αγοριού, το Κοράκι ψιθύρισε: «Θέλεις να παίξεις με μια μπάλα φωτός της ημέρας." Το μικρό αγόρι τρίβοντας το αυτί του , επανέλαβε τα λόγια του κόρακα.
Ο αρχηγός έστειλε την κόρη του να του φέρει το λαμπερό κουτί στη γωνία. απ΄όπου έβγαλε μια λαμπερή μπάλα , την έδεσε μ΄ένα κορδόνι, και την έδωσε στο μικρό αγόρι. Εκείνο έτριψε το αυτί του σκεπτικά πριν πάρει την μπάλα. Ήταν γεμάτη φως και σκιά, χρώμα και σχήμα. Το παιδί γέλασε ευτυχισμένο, τραβώντας το κορδόνι και βλέποντας την μπάλα ν΄αναπηδά.
Στη συνέχεια το Κοράκι έξυσε και πάλι τ΄αυτί του μικρού και κείνο άρχισε να κλαίει.
"Μην κλαις, μικρέ," είπε ο αφοσιωμένος παππούς με αγωνία. "Πες μου τί συμβαίνει."
Μέσα στο αυτί του αγοριού, το Κοράκι ψιθύρισε: «Θέλω να πάμε έξω για να παίξω." Το αγόρι έτριψε το αυτί του και, στη συνέχεια, επανέλαβε τα λόγια στον παππού του. Αμέσως, ο αρχηγός σήκωσε το μικρό παιδί και το μετέφερε έξω, ακολουθούμενος από τη μητέρα του ανησυχούσε.
Μόλις βγήκαν έξω το Κοράκι όρμησε έξω από το αυτί του παιδιού παίρνοντας τη φυσική μορφή του και άρπαξε από το χέρι του μικρού αγοριού το κορδόνι . Σηκώθηκε ψηλά στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού, σέρνοντας μαζί του την μπάλα της ημέρας .
Στις βορειότερες περιοχές, οι Ινουίτ είδαν μια σπίθα φωτός να βγαίνει μέσ' από το σκοτάδι που σιγά -σιγά γινόταν μεγαλύτερη και μεγαλύτερη , ώσπου είδαν τα φτερά του Κόρακα που πετούσε προς το μέρος τους. Οι άνθρωποι αναστέναξαν από ευχαρίστηση και πλησίασαν να θαυμάσουν.
Το κοράκι έριξε τη σφαίρα, που έσκασε στο έδαφος, απελευθερώνοντας το φως της ημέρας, πάνω και έξω, φωτίζοντας κάθε σκοτεινό μέρος και διώχνοντας κάθε σκιά. Ο ουρανός φωτίστηκε και έγινε μπλε. Τα σκοτεινά βουνά πήραν χρώμα και φως και μορφή. Το χιόνι και ο πάγος άστραφτε τόσο λαμπρά που οι Ινουίτ έπρεπε να καλύψουν τα μάτια τους.
Οι άνθρωποι γέλασαν και φώναξαν χαρούμενα για την καλή τους τύχη. Αλλά το Κοράκι τους είπε ότι το φως της ημέρας δεν θα διαρκέσει για πάντα. Το μόνο που είχε καταφέρει , ήταν να πάρει μία μπάλα φωτός της ημέρας από τους ανθρώπους του νότου, που θα πρέπει να ξεκουράζεται για έξι μήνες κάθε χρόνο για να ανακτήσει τη δύναμή της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των έξι μηνών, το σκοτάδι θα επιστρέφει.
Οι άνθρωποι, είπαν : "Μισός χρόνος ημέρας είναι αρκετός. Πριν μας φέρεις το φως της ημέρας, ζούσαμε όλη μας τη ζωή στο σκοτάδι.!" Στη συνέχεια ευχαρίστησαν το Κοράκι ξανά και ξανά.
Από κείνη την ημέρα, οι Ινουίτ ζουν για ένα εξάμηνο στο σκοτάδι και ένα εξάμηνο στο φως . Και είναι πάντα καλοί κ΄ ευγενικοί με το Κοράκι, γιατί αυτό τους έφερε το φως.
Ινουίτ είναι το όνομα των Εσκιμώων της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά.Στη γλώσσα τους,Ινουίτ(Inuit) σημαίνει «άνθρωποι»(πληθ. του inuk «άνθρωπος»). Είναι απόγονοι της νομαδικής φυλής των Τούλε (Thule) που εμφανίστηκαν στην Αλάσκα το 1000 μ.Χ. και μετακινήθηκαν στη δυτική Γροιλανδία μετά από τρεις αιώνες (1300μΧ) και λίγο αργότερα, το 1400 μ.Χ. στην ανατολική.
- Καταφέραν να επιζήσουν σε δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες διαμένοντας σε ιγκλού και κυνηγώντας κυρίως φώκιες και φάλαινες, που τους εξασφάλιζαν τροφή και ένδυση. Μετακινούνταν με έλκηθρα τα οποία έσερναν σκυλια. Ακόμη και σήμερα ακολουθούν τον ίδιο πατροπαράδοτο τρόπο ζωής.
Πολλά -πολλά χρόνια πριν, όταν ο κόσμος ήταν ακόμα νέος, οι Ινουίτ ζούσαν στο σκοτάδι στο σπίτι τους στις εσχατιές του Βορρά. Δεν είχαν ακούσει ποτέ για το φως της ημέρας, και όταν για πρώτη φορά τους το εξήγησε το Κοράκι, που ταξίδευε πέρα δώθε μεταξύ βορρά και νότου, δεν το πίστεψαν..
Ωστόσο, πολλοί από τους νεότερους ήταν γοητευμένοι από την ιστορία του φωτός που χρύσωνε τα εδάφη στα νότια. Ζήτησαν απ΄το Κοράκι να τους επαναλάβει τις ιστορίες του μέχρι να τις μάθουν απ 'έξω κι΄ανακατωτά.
«Φανταστείτε πόσο μακριά και πόσο καιρό θα μπορούσαμε να κυνηγάμε», είπαν ο ένας στον άλλο.
«Ναι, και να βλέπουμε την πολική αρκούδα πριν επιτεθεί", συμφώνησαν και οι υπόλοιποι.
Σύντομα η λαχτάρα για το φως της ημέρας ήταν τόσο ισχυρή που οι άνθρωποι παρακάλεσαν το Κοράκι να το φέρει σε αυτούς. Το Κοράκι κούνησε το κεφάλι του. "Είμαι πολύ γέρος," τους είπε. «Το φως της ημέρας είναι πολύ μακριά. Δεν μπορώ πια να πάω τόσο μακριά." Αλλά τα επίμονα παρακάλια των ανθρώπων το έπεισαν με τα πολλά και τελικά συμφώνησε να κάνει το μακρύ ταξίδι προς το νότο.
Πέταξε για πολλά χιλιόμετρα μέσα στο απέραντο σκοτάδι του Βορρά., αλλά κουράστηκε και αποφάσισε να γυρίσει πίσω ,όταν -επιτέλους- είδε ένα στεφάνι φως στην άκρη του ορίζοντα και κατάλαβε ότι το φως της ημέρας ήταν κοντά.
Με ανοιχτά τα φτερά πέταξε με όλη του τη δύναμη προς το φως και ξαφνικά, ο κόσμος της ημέρας έσκασε πάνω του με όλη τη δόξα και τη λάμψη του. Οι ατελείωτες αποχρώσεις των χρωμάτων και τα πολλά σχήματα και οι μορφές που τον περιέβαλλαν έκαναν το Κοράκι ν΄απομείνει εκστατικό , κοιτάζοντας και κοιτάζοντας . Προσγειώθηκε σ΄ένα δέντρο και ξεκουράστηκε, εξαντλημένο από το μακρύ ταξίδι του. Πάνω από αυτό, ο ουρανός ήταν ένα απέραντο γαλάζιο, τα σύννεφα αφράτα και λευκά. Το Κοράκι δεν μπορούσε να χορτάσει αυτή την υπέροχη σκηνή.
Τελικά χαμήλωσε το βλέμμα του και συνειδητοποίησε ότι ήταν κοντά σε ένα χωριό που βρισκόταν δίπλα σε ένα μεγάλο ποτάμι. Παρατηρώντας γύρω , είδε μια όμορφη κοπέλα να έρχεται προς το ποτάμι κοντά στο δέντρο στο οποίο είχε κουρνιάσει. Βούτηξε ένα μεγάλο κάδο στα παγωμένα νερά του ποταμού . τον γέμισε και στη συνέχεια πήρε το δρόμο της επιστροφής . Το Κοράκι μεταμορφώθηκε σε μικροσκοπικό κόκκο σκόνης και κύλισε προς τα κάτω στο κορίτσι που περνούσε κάτω από το δέντρο του. Χώθηκε στη γούνα του πανωφοριού της και παρακολουθούσε προσεκτικά, καθώς επέστρεψε στο σπίτι του πατέρα της, ο οποίος ήταν ο αρχηγός των κατοίκων του χωριού.
Ήταν ζεστό και άνετο εσωτερικά το σπίτι . Το Κοράκι κοίταξε γύρω του και εντόπισε ένα κουτί που έλαμπε γύρω από τις άκρες του. Φως της ημέρας, σκέφτηκε. Στο πάτωμα, ένα μικρό αγόρι έπαιζε ευχαριστημένο. Ο κόκκος σκόνης που ήταν το Κοράκι σύρθηκε απ΄ το κορίτσι και κύλησε στο αυτί του μικρού αγοριού. Αμέσως το παιδί ανασηκώθηκε κι' έτριψε το αυτί του ενοχλημένο απ΄τον παράξενο κόκκο. Άρχισε να κλαίει, και ο αρχηγός, ο οποίος ήταν αφοσιωμένος παππούς, ήρθε τρέχοντας να δει τί συμβαίνει.
"Γιατί κλαις;" τον ρώτησε, γονατίζοντας δίπλα στο παιδί.
Μέσα στο αυτί του μικρού αγοριού, το Κοράκι ψιθύρισε: «Θέλεις να παίξεις με μια μπάλα φωτός της ημέρας." Το μικρό αγόρι τρίβοντας το αυτί του , επανέλαβε τα λόγια του κόρακα.
Ο αρχηγός έστειλε την κόρη του να του φέρει το λαμπερό κουτί στη γωνία. απ΄όπου έβγαλε μια λαμπερή μπάλα , την έδεσε μ΄ένα κορδόνι, και την έδωσε στο μικρό αγόρι. Εκείνο έτριψε το αυτί του σκεπτικά πριν πάρει την μπάλα. Ήταν γεμάτη φως και σκιά, χρώμα και σχήμα. Το παιδί γέλασε ευτυχισμένο, τραβώντας το κορδόνι και βλέποντας την μπάλα ν΄αναπηδά.
Στη συνέχεια το Κοράκι έξυσε και πάλι τ΄αυτί του μικρού και κείνο άρχισε να κλαίει.
"Μην κλαις, μικρέ," είπε ο αφοσιωμένος παππούς με αγωνία. "Πες μου τί συμβαίνει."
Μέσα στο αυτί του αγοριού, το Κοράκι ψιθύρισε: «Θέλω να πάμε έξω για να παίξω." Το αγόρι έτριψε το αυτί του και, στη συνέχεια, επανέλαβε τα λόγια στον παππού του. Αμέσως, ο αρχηγός σήκωσε το μικρό παιδί και το μετέφερε έξω, ακολουθούμενος από τη μητέρα του ανησυχούσε.
Μόλις βγήκαν έξω το Κοράκι όρμησε έξω από το αυτί του παιδιού παίρνοντας τη φυσική μορφή του και άρπαξε από το χέρι του μικρού αγοριού το κορδόνι . Σηκώθηκε ψηλά στο απέραντο γαλάζιο του ουρανού, σέρνοντας μαζί του την μπάλα της ημέρας .
Στις βορειότερες περιοχές, οι Ινουίτ είδαν μια σπίθα φωτός να βγαίνει μέσ' από το σκοτάδι που σιγά -σιγά γινόταν μεγαλύτερη και μεγαλύτερη , ώσπου είδαν τα φτερά του Κόρακα που πετούσε προς το μέρος τους. Οι άνθρωποι αναστέναξαν από ευχαρίστηση και πλησίασαν να θαυμάσουν.
Το κοράκι έριξε τη σφαίρα, που έσκασε στο έδαφος, απελευθερώνοντας το φως της ημέρας, πάνω και έξω, φωτίζοντας κάθε σκοτεινό μέρος και διώχνοντας κάθε σκιά. Ο ουρανός φωτίστηκε και έγινε μπλε. Τα σκοτεινά βουνά πήραν χρώμα και φως και μορφή. Το χιόνι και ο πάγος άστραφτε τόσο λαμπρά που οι Ινουίτ έπρεπε να καλύψουν τα μάτια τους.
Οι άνθρωποι γέλασαν και φώναξαν χαρούμενα για την καλή τους τύχη. Αλλά το Κοράκι τους είπε ότι το φως της ημέρας δεν θα διαρκέσει για πάντα. Το μόνο που είχε καταφέρει , ήταν να πάρει μία μπάλα φωτός της ημέρας από τους ανθρώπους του νότου, που θα πρέπει να ξεκουράζεται για έξι μήνες κάθε χρόνο για να ανακτήσει τη δύναμή της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των έξι μηνών, το σκοτάδι θα επιστρέφει.
Οι άνθρωποι, είπαν : "Μισός χρόνος ημέρας είναι αρκετός. Πριν μας φέρεις το φως της ημέρας, ζούσαμε όλη μας τη ζωή στο σκοτάδι.!" Στη συνέχεια ευχαρίστησαν το Κοράκι ξανά και ξανά.
Από κείνη την ημέρα, οι Ινουίτ ζουν για ένα εξάμηνο στο σκοτάδι και ένα εξάμηνο στο φως . Και είναι πάντα καλοί κ΄ ευγενικοί με το Κοράκι, γιατί αυτό τους έφερε το φως.
http://americanfolklore.net/folklore/animal-stories/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου