΄Εχουμε ξεχάσει τα άγρια ζώα. Πέρασαν χιλιάδες χρόνια, στη
διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι τα σκεφτόντουσαν στον ξύπνιο και στον ύπνο.
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
΄Ελεγε πολλές φορές αυτή την ιστορία. Την επαναλάμβανε με μια
ακατανόητη ανεμελιά, σε τακτά χρονικά διαστήματα, την πλάσαρε εμβόλιμα σε άσχετες
συζητήσεις.
Κατά τ΄άλλα, οι αφηγήσεις της είχαν πάντα ειρμό και πειθαρχία
υποδειγματική.
Είχανε πάει εκδρομή στην ορεινή ναυπακτία, μια μεγάλη παρέα.
Κάπου κοντά στην ΄Ανω Χώρα. Αυτή ήταν οκτώ
χρονών. ΄Επαιζε σε κάποιο ξέφωτο του δάσους. Γύρω της ελάτια, μερικοί κέδροι
κατάξεροι και χαμηλοί θάμνοι μ΄αγκάθια. Η κοπελίτσα αποκόπηκε από τους άλλους,
ξέφυγε απ΄την επίβλεψη των δικών της και χάθηκε μέσα στα δέντρα.
Τότε συνέβη το αναπάντεχο. Γιατί ένα μικρό, ένα νεογέννητο
σχεδόν, ελάφι, έπεσε τρέχοντας πάνω της.Χώθηκε ανάμεσα στα σκέλια της γυρίζοντας
σαν σβούρα, πανικόβλητο, με το κοριτσάκι στη ράχη του, και την παρέσυρε έτσι,
καβάλα ανάποδα, δέκα και πλέον μέτρα μέχρι να απαλλαγεί από το φορτίο του και
να σβηστεί στην άκρη του δάσους, σαν αστραπή.
΄Εμεινε να κρατάει στη χούφτα της μια τούφα. Μια χνουδωτή τούφα
χρώματος ξανθοκόκκινου. Ήταν κατάπληκτη, κοιτούσε το χέρι της και δεν μπορούσε
να αποφασίσει τι να κάνει μ΄εκείνη την τούφα.
Με χειρονομίες και ξεφωνητά κατέφτασαν κάποτε οι δικοί της. Τη
μαλώσανε. Εκείνη τους έδειξε απορημένη τη χούφτα της με το χνούδι. Το μαλλί του
ελαφιού. Κανείς δεν της έδινε όμως σημασία. ΄Εφυγαν άρον άρον αφήνοντας πίσω τους
άλλους. Αυτό το περιστατικό διηγούνταν.
΄Ηταν η κακιά στιγμή για μένα. ΄Ετσι λέω. Γιατί εκείνο το
χνούδι μέσα στη χούφτα της , το φυλάει ακόμα. Τούτο είναι που δεν την αφήνει να
ησυχάσει. Δεν την αφήνει να σταματήσει πλάι μου. Ενώ εγώ στέκομαι ακίνητος, σαν
κούτσουρο καμένο. Στέκομαι και φαντάζομαι όλη την ώρα το μικρό ελάφι μέσα στο δάσος
να φεύγει μακριά. Στη ράχη του , ανάποδα, κουβαλάει μια παιδούλα.
Τέτοια χαζά πράγματα κάνω. Κι όταν καμιά φορά κοιτάξω κρυφά
τη δική μου χούφτα, δεν βλέπω μέσα καμιά τούφα από ξανθοκόκκινο μαλλί, στο ωραίο
χρώμα που είχαν τα γένια μου πολλά χρόνια πριν. Βλέπω μόνο στάχτη. Κρύα στάχτη.
«Εκείνοι που δεν κινούνται, δεν παρατηρούν τις αλυσίδες τους»
έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ξεχώθηκε κι αυτή, καταχωνιασμένη χρόνια, βγήκε από
τον τάφο της , για να με συνετίσει σε θέμα άσχετο.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα χειρότερο. Τις τελευταίες μέρες,
ούτε ελάφια μου φανερώνονται ούτε τίποτε παρόμοιο, παρά μια άλλη σκέψη καρφώθηκε
στο μυαλό μου. Μια υπόνοια βρόμικη που με λερώνει.
Μήπως δεν ήταν ελάφι, νεογέννητο, εκείνο στο δάσος , αλλά ένα
μοχθηρό πλάσμα που τη φόβισε και της έκανε μεγάλο κακό. Μην και δεν νοσταλγεί
την απόλυτη χαρά η γυναίκα, όπως εγώ νόμιζα, αλλά φόβος μέγας και σκοτεινός την
τρομάζει ακόμα. Και τις νύχτες πιά , βλέπω το ίδιο όνειρο. ΄Ένα μικροσκοπικό
κατακίτρινο σκυλάκι, μια μινιατούρα σκυλιού, να με αλυχτάει λυσσασμένα, να μ΄εχει
αρπάξει από τα μπατζάκια και να με τραβάει. Τα σουβλερά δόντια του να έχουν
καρφωθεί στην κνήμη μου.
Ξυπνώ βογγώντας, έκπληκτος από το θράσος του, και μουσκίδι
στον ιδρώτα.
΄Ετσι, με τέτοιους τρόπους, με εικασίες δηλαδή και φαντασιώματα,
πασκίζω να ερμηνεύσω τα πράγματα, να τα βάλω σε τάξη, να καταλάβω τι φταίει κι΄αυτή
δεν μου παραδίνεται. Ρωτάω λεπτομέρειες, δήθεν αδιάφορος, για τη σύνθεση εκείνης
της παρέας, για όσους είχαν πάει μαζί της εκδρομή. ΄Υπουλος, εκμαιεύω πληροφορίες,
ψάχνω επίμονα. Αλλά και πάλι πουθενά δεν μπορώ να καταλήξω.
Φτύνω κάθε φορά που τελειώνω μια τέτοια μάταιη έρευνα. Ρίχνω
ένα επιδέξιο φτύσιμο, που φτάνει σε πολύ μεγάλη απόσταση. Μένω έκθαμβος με το
κατόρθωμά μου κι ο νούς μου τότε πάει αθέλητα στη Λούλα του Μάρκαρη, γειτόνισσα
της παιδικής ηλικίας.Τη θυμήθηκα μετά από χρόνια γα τούτο και μόνο το λόγο . Για
το συχνό φτύσιμό της.
Ξερόφτυνε όλη την ώρα. Σούφρωνε αλλόκοτα τα χείλη και με ψιλό
συριγμό έριχνε το σάλιο σε απίστευτα μακρινή απόσταση. Θα ήταν μια συνήθεια η
οποία σχετιζόταν πιθανώς με τις οσμές της κωμόπολης. ΄Ισως θα πρέπει και να το αποδώσω σε κάποιο στομαχικό πρόβλημα.
Ζορίζομαι πολύ ν΄αποφασίσω, αλλά τελικά τη βρίσκω την αιτία. Καταλήγω πως ήτανε
πίκρα. Είχε κατακάτσει , από τέτοια μικρή ηλικία, σάπιο πράγμα μέσα της και έπρεπε
να το φτύσει μακριά.
Αυτές τις σημειώσεις τις βρήκα στοιβαγμένες στη βιβλιοθήκη,
ανάμεσα σ΄άλλα γραπτά μου. Ξεχασμένες εκεί, πάνω από πέντε χρόνια. Τις διάβασα
σήμερα και έμεινα κατάπληκτος μ΄εμένα. Γιατί
ήμουνα εξήντα χρονών άντρας κι έψαχνα να βρω τις αιτίες του κακού στο άλλο πρόσωπο.
Σ΄εκείνη που ήταν μόνο τριάντα πέντε.
Ψέματα αράδιαζα στον εαυτό μου. Ανέσυρα από το πηγάδι της μνήμης
την κακομοίρα τη Λούλα του Μάρκαρη κι ονειρευόμουνα ελάφια και μικροσκοπικά
σκυλιά.
΄Εκανα πως δεν την άκουγα τη μαύρη αρκούδα που ζύγωνε. Αυτήν
που ανοίγει κάθε βράδυ ένα τεράστιο στόμα πάνω απ΄το προσκεφάλι μου.
Αφού τα άγρια θηρία που οσμίζονται βαριά τον αέρα δεν ψάχνουν
να βρούν τίποτε άλλο παρά εσένα που τα καλείς. Που τα μαυλίζεις κοντά σου. Γιατί
μυρίζει ο χρόνος, αίμα.
΄Ελεος πρέπει να της πω. ΄Εκανα μεγάλο λάθος που μεγάλωσα τόσο.
Μη με φας , θηρίο. Μη με φας, όσο μπορώ ακόμα να θυμάμαι.
Από το βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου «Η ΕΞΑΙΣΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ
ΨΑΡΙΑ»
Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου